Ἑβραικήν

Ἑβραικήν
Ἑβραϊκήν , Ἑβραικός
a Hebrew
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Παπαγιαννόπουλος, Νικόλαος — (Δόλιανη Ηπείρου 1859 – Αθήνα 1926). Λόγιος. Αποφοίτησε από τη Ριζάρειο Σχολή και από τη Θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Από το 1881 ως το 1883 έζησε στη Γερμανία, όπου έμαθε την εβραϊκή γλώσσα. Γύρισε στην Ελλάδα και δίδαξε σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”